προσπορίζεται

προσπορίζεται
προσπορίζω
procure
pres ind mp 3rd sg
προσπορίζω
procure
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) …   Dictionary of Greek

  • вхдаѣисѧ — ВХДА|˫АТИСѦ (8*), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Отдаваться на милость, сдаваться в плен: и створиша вѣче в городѣ. и рѣша... вдаимы сѩ Печенѣгомъ. да кого живѩть. кого ли оумертвѩть. оуже помирае(м) ѡ(т) глад(а). ЛЛ 1377, 44 (997). 2. Отдаваться, предаваться… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μπούφος — Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μ. (asio otus) έχει… …   Dictionary of Greek

  • οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… …   Dictionary of Greek

  • υπερκέρδος — το, Ν 1. κέρδος που υπερβαίνει το μέσο κέρδος ή κέρδος πέραν τού αναμενόμενου 2. το κέρδος που προέρχεται από την υπεραξία και το οποίο προσπορίζεται ο εργοδότης …   Dictionary of Greek

  • φωτοσυνθετικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοσύνθεση ή γίνεται με φωτοσύνθεση («φωτοσυνθετικά βακτήρια») 2. φρ. α) «φωτοσυνθετική μηχανή» (τυπογρ.) (καταχρ.) μηχάνημα φωτοστοιχειοθεσίας β) «φωτοσυνθετικός οργανισμός» βιολ. οργανισμός που… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοσήμανση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτοσημαίνω, η επικόλληση κινητού χαρτοσήμου σε δημόσιο ή μη έγγραφο ή σε αίτηση προς τις δημόσιες υπηρεσίες, ενέργεια μέσω τής οποίας το δημόσιο ταμείο προσπορίζεται έσοδα υπό μορφή έμμεσων φόρων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”